«Ώρα» και «ωραίος». Τι σχέση έχουν;
Στα αρχαία ελληνικά το επίθετο «ωραίος» δηλώνε αυτόν που γίνεται την κατάλληλη στιγμή, την κατάλληλη εποχή κι επίσης «αυτόν που βρίσκεται στην ακμή του, τον ώριμο». Έτσι και η λέξη “ώρα» δήλωνε κάτι που γίνεται τον κατάλληλο χρόνο, την κατάλληλη εποχή για κάτι.
Στα νέα ελληνικά «ωραίος» δηλώνει αυτόν που είναι ευχάριστος, που έχει όμορφα χαρακτηριστικά, τον ελκυστικό, ενώ «ώρα» είναι το χρονικό διάστημα που ισούται με εξήντα λεπτά. Ωστόσο διατηρεί και τη σημασία «χρονική περίοδος, καιρός, κατάλληλη στιγμή (π.χ «δεν είναι ώρα για καθυστερήσεις», «κρίσιμες ώρες για την οικονομία»
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Αρχαία Ελληνικά Φάκελοι υλικού, γ´γενικού λυκείου Ά τόμος, εκδόσεις Πατάκης).