Se sei allergico questo post è per te!
Pronti per il primo pranzo nella vostra amata Grecia in una taverna proprio sul mare! 😄 Immagine fantastica!
Però voi o peggio vostro bambino è allergico o intellerante al glitine!
Come si dice in greco? Come si ordina? 😱 Niente panico!
Leggete questo post con tutte le frasi più comuni che vi servirebbero al vostro prossimo pranzo o cena in Grecia e ci siete!

είμαι – είσαι -είναι αλλεργικός 🕺🏼/ αλλεργική 💃 / αλλεργικό (σε):
Sono allergico a / sono allergica a / esso è

Στον/ στη (ν)/ στο + ενικός
στους/ στις /στα + πληθυντικός

Στο αυγό: all’uovo

Στο αγελαδινό γάλα: Al latte vaccino

Στους ξηρούς καρπούς: alla frutta secca

Στα θαλασσινά: ai frutti di mare

🌀

έχω – έχεις -έχει δυσανεξία 🕺🏼+💃 (σε): Sono intollerante a +

Έχω δυσανεξία στη γλουτένη: Sono intollerante al glutine

🌀

δεν πίνω -πίνεις -πίνει αλκοόλ: Non bevo alcolici, sono astemio

🌀

είμαι – είσαι -είναι χορτοφάγος 🕺🏼+ 💃: Sono -sei -è vegetariano / vegetariana

🌀

Δεν τρώω-τρως-τρώει-τρώμε -τρώτε-τρώνε + = Non mangio, mangi, mangia ecc

Δεν τρώω κρέας: non mangio la carne

Δεν τρώω γλυκά: non mangio i dolci

Δεν τρώω γαλακτοκομικά: non mangio latticini

🌀

είμαι -είσαι -είναι βίγκαν: sono -sei – è vegano / vegana

🌀

χωρίς: senza

Χωρίς γλουτένη παρακαλώ: senza glutine per favore!

Χωρίς ζάχαρη παρακαλώ: senza zucchero per favore!

Χωρίς αλάτι: senza sale

Χωρίς τυρί: senza formaggio

🌀

κάνω -κάνεις-κάνει δίαιτα: sono -sei -è a dieta
είμαι – είσαι -είναι σε διετία:

🌀

νηστεύω – νηστέυεις-νηστεύει: faccio -fai -fa il digiuno

🌀

κατάλληλος / κατάλληλη / κατάλληλο: adatto / adatta

EN:
είμαι αλλεργικός / αλλεργική (σε): I am allergic (to). Αλλεργικός is masculine, αλλεργική is feminine.

έχω αλλεργία (σε): I have allergy (to).

έχω δυσανεξία (σε): I have intolerance (to).

δεν τρώω: I don’t eat.

δεν πίνω: I don’t drink.

είμαι χορτοφάγος: I am vegetarian. Χορτοφάγος is masculine and feminine.

είμαι βίγκαν: I am vegan.

χωρίς: without

κάνω δίαιτα: I am on a diet.

νηστεύω: I am fasting.

κατάλληλος / κατάλληλη / κατάλληλο: suitable (masculine, feminine and neuter