Στα Αρχαία Ελληνικά το ουσιαστικό «λύπη» δήλωνε πρωτίστως τον σωματικό πόνο!
«θώρακες μὴ λυποῦντες ἐν τῇ χρείᾳ» = θώρακες που δεν ενοχλούν στη χρήση (όταν τους φορούν).
Στα Νέα Ελληνικά δηλώνει πλέον το έντονο συναίσθημα μεγάλου ψυχικού πόνου, που προέρχεται συνήθ. από ένα δυσάρεστο γεγονός: Ο θάνατος του αδελφού του τον γέμισε με ~, στενοχώρια, δυσαρέσκεια για κτ. δυσάρεστο, για κτ. που συνέβη παρά την επιθυμία ή τη θέληση κάποιου.