Ένα βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας είναι η ποικιλομορφία της. Η γλώσσα αλλάζει μέσα στον χρόνο (διαχρονικά) και έτσι έχουμε τις διάφορες φάσεις στην ιστορία της γλώσσας. Αλλά ακόμη και την ίδια εποχή (συγχρονικά) σε ένα κράτος που θεωρείται γλωσσικά ομοιογενές και έχει μία μόνο επίσημη γλώσσα (όπως η Ελλάδα) συνυπάρχουν πολλές γλώσσες και γλωσσικές ποικιλίες.
Υπάρχουν οι γλώσσες των μεταναστών, κάποιων μειονοτικών ομάδων, αλλά και από τόπο σε τόπο οι άνθρωποι μπορεί να μιλούν διαφορετικά, τόσο μάλιστα που μερικές φορές δεν γίνονται κατανοητοί από τους κατοίκους άλλων περιοχών.
Αλλά και οι μεγαλύτεροι μιλούν διαφορετικά από τους νεότερους, οι γυναίκες από τους άντρες, οι περισσότερο μορφωμένοι από τους λιγότερο. Οι γλωσσικές αυτές ποικιλίες διακρίνονται σε γεωγραφικές (διάλεκτοι) και κοινωνικές (κοινωνιόλεκτοι).
Ακόμα και το ίδιο άτομο όμως, μπορεί να μιλάει διαφορετικά ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας στην οποία βρίσκεται (δημόσιος-ιδιωτικός χώρος, επίσημη- ανεπίσημη περίσταση κλπ.)· στην περίπτωση αυτή μιλάμε για διαφορετικά επίπεδα ύφους.
Εκτός από τις γεωγραφικές ποικιλίες ή διαλέκτους η γλώσσα μπορεί να διαφέρει και ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα, την κοινωνική θέση, τη μόρφωση του ομιλητή. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για κοινωνιολέκτους, οι οποίες αντανακλούν τη διαφοροποίηση της γλώσσας σε κάθετο άξονα, δηλαδή την κοινωνική διαστρωμάτωση. Έτσι η γλώσσα που χρησιμοποιούμε αποτελεί δείκτη της ιδιαίτερης ταυτότητάς μας, η οποία βέβαια δεν είναι μονοδιάστατη αλλά αποτελείται από πολλά διαφορετικά, και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενα, στοιχεία: Μια ομιλήτρια είναι γυναίκα και ταυτόχρονα μπορεί να είναι νέα, μορφωμένη, μητέρα, Πόντια, πολιτικός, δασκάλα ή αγρότισσα, υψηλής ή χαμηλής κοινωνικοοικονομικής τάξης, να ξέρει ή να μην ξέρει ξένες γλώσσες κλπ. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να προβάλλονται άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο με βάση κάποιους κοινωνικούς (αλλά και ψυχολογικούς) παράγοντες που καθορίζουν σε κάθε περίπτωση τις γλωσσικές μας επιλογές. Ακόμη και ο ίδιος ομιλητής/τρια μπορεί να ποικίλει τον λόγο του με βάση τα εξής: (α) ποιος μιλάει σε ποιον (οι συμμετέχοντες), (β) πού μιλάει, σε ποιο χώρο ή περίσταση (το πλαίσιο ή κοινωνικό περιβάλλον), (γ) το θέμα για οποίο μιλάει (το θέμα συζήτησης), (δ) ο λόγος ή ο σκοπός για τον οποίο μιλάει (η λειτουργία). Εδώ έχουμε να κάνουμε με διαφορετικά επίπεδα ύφους, ενώ και πάλι ο λόγος μας θα διατηρεί ίχνη της ιδιαίτερης ταυτότητάς μας (προέλευση, γεωγραφική και κοινωνική, ηλικία, φύλο).
Δείτε, για παράδειγμα, μερικά (ασφαλώς όχι εξαντλητικά) χαρακτηριστικά της γλώσσας των γυναικών όπως προτείνονται από τη R. Lakoff (1975).
Χαρακτηριστικά της γλώσσας των γυναικών:
•λεξικά στοιχεία που δείχνουν δισταγμό (hedges/fillers), π.χ. εεε, μααα
•ερωτήσεις όπως «έτσι δεν είναι;», «σωστά;» ή «…ε;»(tag questions)
•ανερχόμενος επιτονισμός σε καταφάσεις
•«κενά» επίθετα, π.χ. υπέροχο
•ακριβείς χρωματικοί όροι
•επιτατικά εννοίας όπως τόσο, πάρα, κλπ.
• «υπερβολικά σωστή» γραμματική
•εξαιρετικά ευγενικοί γλωσσικοί τύποι
•αποφυγή υβριστικού λεξιλογίου
•εμφατικός επιτονισμός
Πηγή: Διαδρομές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας, Ενότητα 6, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: «Δομή και ποικιλομορφία»
Μαρία Αραποπούλου, Τάσος Τσαγγαλίδης